- φτιάνω
- φτιάνω και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω, διαρρυθμίζω, σιάζω, σιάχνω: Έφτιαξα το κρεβάτι μου.2. κατασκευάζω, δημιουργώ, κάνω κάτι: Έχω πολλά έξοδα φέτος,γιατί φτιάνω σπίτι.3. ασχολούμαι με κάτι, καταγίνομαι με κάτι, κάνω κάτι: Τι φτιάνεις όλη μέρα;4. αμτβ., διορθώνομαι, συνέρχομαι, γίνομαι καλά: Μετά την αρρώστια έφτιαξε εδώ στην εξοχή.5. το μέσ., φτιάνομαι και φτιάχνομαι και φκιάνομαι και φκιάχνομαι,α. καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι: Όταν βγαίνει έξω, φτιάχνεται μια ώρα στον καθρέφτη. β. πίνω, μεθώ: Φτιάχτηκαν μερετσίνα στην ταβέρνα. γ. από τη χρήση ναρκωτικών βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης: Φτιάχτηκε με χασίς,γι' αυτό είναι έτσι το βλέμμα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.